επίδοξος

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίδοξος, -ον)
αυτός που πιθανώς θα γίνει κάτι ή σκοπεύει να κάνει κάτι, ο υποψήφιος ή αυτός που δίνει τέτοια εντύπωση («ο επίδοξος πρωθυπουργός», «ο επίδοξος δολοφόνος», «ἐπίδοξος γενήσεσθαι πονηρός»)
αρχ.-μσν.
ένδοξος, διάσημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δόξα.