ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace
ἐπίλυπος, -ον (Α)1. μελαγχολικός2. αυτός που προκαλεί λύπη.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άλυπος, παυσίλυπος)].