επηρεασμός
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
ο (AM ἐπηρεασμός) επηρεάζω
νεοελλ.
η επήρεια
μσν.
ενόχληση
αρχ.
μεταχείριση με κακότητα.