ἐπηρεασμός
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
English (LSJ)
ὁ, despiteful treatment, defined as ἐμποδισμὸς ταῖς βουλήσεσιν, οὐχ ἵνα τι αὐτῷ, ἀλλ' ἵνα μὴ ἐκείνῳ Arist.Rh.1378b18, cf. 1382a2, PTeb.28.4 (ii B.C.); τύχης ἐ. D.S.20.54.
German (Pape)
[Seite 921] ὁ, Beeinträchtigung, Mißgunst; Arist. rhet. 2, 2 unterscheidet drei Arten der ὀλιγωρία, καταφρόνησις, ἐπ., ὕβρις, u. erkl. ἐπ. ἐμποδισμὸς ταῖς βουλήσεσιν οὐχ ἵνα τι αὑτῷ ἀλλ' ἵνα μὴ ἐκείνῳ; – τ ύχης D-Sic. 20, 54.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἐπήρεια.
Étymologie: ἐπηρεάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπηρεασμός: ὁ Arst., Diod. = ἐπήρεια.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηρεασμός: ὁ, ἡ μετὰ κακίας μεταχείρισις, τρία δ’ ἐστὶν εἴδη ὀλιγωρίας, καταφρόνησίς τε καὶ ἐπηρεασμὸς καὶ ὕβρις... καὶ ὁ ἐπηρεάζων φαίνεται καταφρονεῖν· ἔστι γὰρ ὁ ἐπηρεασμὸς ἐμποδισμὸς ταῖς βουλήσεσιν, οὐχ ἵνα τὶ αὐτῷ, ἀλλ’ ἵνα μὴ ἐκείνῳ Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 3 κἑξ.
Greek Monolingual
ο (AM ἐπηρεασμός) επηρεάζω
νεοελλ.
η επήρεια
μσν.
ενόχληση
αρχ.
μεταχείριση με κακότητα.