επιγελώ

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

Greek Monolingual

ἐπιγελῶ, -άω (AM)
περιγελώ, εμπαίζω
1. γελώ επιδοκιμαστικά
2. (για κύμα) σπάω απότομα στην ακρογιαλιά
3. (για εκβολή ποταμού) ροχθώ
4. αστράφτω πάνω σε μια επιφάνεια.