επιγελώ

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311

Greek Monolingual

ἐπιγελῶ, -άω (AM)
περιγελώ, εμπαίζω
1. γελώ επιδοκιμαστικά
2. (για κύμα) σπάω απότομα στην ακρογιαλιά
3. (για εκβολή ποταμού) ροχθώ
4. αστράφτω πάνω σε μια επιφάνεια.