ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
(AM ἐπιδαψιλεύω)χορηγώ πλουσιοπάροχααρχ.1. υπάρχω σε αφθονία2. μέσ. έπιδαψιλεύομαιδιασαφώ, εξηγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαψιλεύω «παρέχω σε αφθονία»].