επιδαψιλεύω

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιδαψιλεύω)
χορηγώ πλουσιοπάροχα
αρχ.
1. υπάρχω σε αφθονία
2. μέσ. έπιδαψιλεύομαι
διασαφώ, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαψιλεύω «παρέχω σε αφθονία»].