επιδιαθήκη
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
ἐπιδιαθήκη, ἡ (Α)
1. συμπληρωματική διαθήκη, κωδίκελλος
2. εγγύηση, ασφάλεια.
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
ἐπιδιαθήκη, ἡ (Α)
1. συμπληρωματική διαθήκη, κωδίκελλος
2. εγγύηση, ασφάλεια.