δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἐπιθεῶμαι, -άομαι (Α)1. κοιτάζω από πάνω, επισκοπώ, επιθεωρώ, εξετάζω2. προσβλέπω, κοιτάζω3. εξετάζω νοερά, σκέπτομαι, αναλογίζομαι κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θεώμαι «ατενίζω, βλέπω»].