τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
ἐπιθεῶμαι, -άομαι (Α)1. κοιτάζω από πάνω, επισκοπώ, επιθεωρώ, εξετάζω2. προσβλέπω, κοιτάζω3. εξετάζω νοερά, σκέπτομαι, αναλογίζομαι κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θεώμαι «ατενίζω, βλέπω»].