επικρουστήρας

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

ο επικρούω
επίμηκες χαλύβδινο όργανο με ακή το οποίο ωθείται προς τα εμπρός με κρουστικό μηχανισμό και προκαλεί ανάφλεξη φυσιγγίου ή καψουλιού.