επιποιώ

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

Greek Monolingual

ἐπιποιῶ, -έω (AM) ποιώ
μσν.
(με εμπρόθ. δοτ. τόπου) ζω κάπου
αρχ.
1. κάνω ή προσθέτω κάτι επί πλέον
2. μέσ. ἐπιποιοῦμαι, -έομαι
κάνω κάτι για τον εαυτό μου, εκτελώ επί πλέον
3. προκαλώ, παράγω
4. επιγρ. επιβάλλω ποινή.