Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιπορπούμαι

From LSJ

Greek Monolingual

ἐπιπορποῦμαι, -άομαι (Α) πόρπη
1. στερεώνω φόρεμα με πόρπη
2. συνεκδ. χρησιμοποιώ κάτι ως φόρεμα.