επιστάζω

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

(AM ἐπιστάζω) στάζω
στάζω, αφήνω να πέσει σταγόνα σταγόνα επάνω σε μια επιφάνεια (α. «ρόδινον ἔλαιον ἐπιστάζειν τῇ μήνιγγι» β. «τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν»)
αρχ.
παθαίνω νέα αιμορραγία της μύτης.