επιστήθιος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιστήθιος, -ον) στήθος
εγκάρδιος, φιλικός («επιστήθιος φίλος»)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που κρέμεται ή φοριέται στο στήθος («επιστήθιος σταυρός»).