επισταθμία

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

η (AM ἐπισταθμία
Α και ἐπισταθμεία) επίσταθμος
κατάλυμα
νεοελλ.
η παραμονή στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους κατά τη διάρκεια πορείας
αρχ.
υποχρέωση παροχής καταλύματος σε στρατιώτη.