επισταμένως
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Greek Monolingual
(AM ἐπισταμένως)
επίρρ. νεοελλ. προσεκτικά, με γνώση και πείρα («να ερευνήσει επισταμένως»)
αρχ.-μσν.
με ικανότητα, με γνώση («λόγον ἐκκορυφώσω εὖ καὶ ἐπισταμένως», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. επιστάμενος του επίσταμαι].