Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιτεχνώμαι

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

ἐπιτεχνῶμαι, -άομαι (Α)
1. επινοώ δόλους για κάποιο σκοπό, μηχανορραφώ («βουλὴν ἐνταῡθα σοφωτάτην Πεισίστρατος ἐπιτεχνᾱται», Ηρόδ.)
2. εφευρίσκω, μηχανεύομαι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεχνώμαι (< τέχνη)].