Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
η1. η ανάθεση σε κάποιον μιας φροντίδας ή ενέργειας, η όχληση, η επιβάρυνσή του με ορισμένη υποχρέωση2. η πρόσθετη φόρτωση πέρα από το κανονικό όριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφορτίζω. Η λ. στον λόγιο τ. επιφόρτισις μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].