Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερίφιο

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

και (ε)ρίφι, το (AM ἐρίφιον, Μ και ἐρίφι(-ν) και ρίφι(-ν))
κατσικάκι, νεαρός γόνος αίγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερίφ-ιον
υποκοριστικό της λ. έριφος].