εργόχειρο
From LSJ
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
Greek Monolingual
το (AM ἐργόχειρον)
1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα
2. χειρωνακτική εργασία μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι»)
πρβλ. ιδιόχειρος, πρόχειρος κ.λπ.].