ερημολάλος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ἐρημολάλος, -ον (Α)
αυτός που λαλεί, που τερετίζει στην ερημιά, στη μοναξιάἐρημολάλος τέττιξ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + λάλος.