ερυθροπάρειος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
-ο
αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, ο κοκκινοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -παρειος < παρειά «μάγουλο». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].