ερυθροπάρειος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Greek Monolingual
-ο
αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, ο κοκκινοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -παρειος < παρειά «μάγουλο». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].