νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
-η, -ο (ΑΜ ἐσώτερος, -α, -ον) (συγκριτ. βαθμός του επιθ. έσω) έσω
1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος.
επίρρ...
εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω)
πιο μέσα, εσωτερικότερα.