εταιρίζω

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

ἑταιρίζω και ιων. τ. ἑταρίζω (Α) εταίρος
1. είμαι φίλος ή σύντροφος κάποιου («Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν άνδρὶ ἑταιρίσσαι», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. ἑταιρίζομαι
εκλέγω ως σύντροφό μου («ἢ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων», Ομ. Ιλ.)
3. είμαι εταίρα, ζω εταιρικό βίο («ἴσασιν ἑταιρίζειν, οὐδὲ πιστεύουσι ῥηματίοις καὶ νεανίσκοις», Λουκιαν.)
4. συναναστρέφομαι με εταίρες
5. συμπεριφέρομαι ως μοιχός
6. μεταπείθω, προσελκύω, φέρνω κάποιον με το μέρος μου
7. υποστηρίζω κάποιον, τάσσομαι με το μέρος κάποιου.