ευμήκης
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ εὐμήκης, -ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης)
1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)
2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῖσε
τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῖον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. συνεκδ. σημαντικός, αξιόλογος («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμηκες
είδος βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης, ουρανομήκης].