ευμεγέθης

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

-ες (Α εὐμεγέθης, -ες)
αυτός που έχει αξιόλογο, αρκετό μέγεθος, ο μεγάλος, ο μεγαλούτσικοςεὐμεγέθης ἀστράγαλος», Αιν. Τακτ.)
αρχ.
1. ψηλός, εύσωμοςεὐμεγέθης γυνή», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. σπουδαίος, σημαντικόςεὐμεγέθης μαρτυρία», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέγεθος.