ευσυνάλλακτος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
εὐσυνάλλακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται κάποιος εύκολα, ο συμβιβαστικός.
επίρρ...
εὐσυναλλάκτως (Α)
1. με τρόπο που δείχνει τίμια συναλλαγή
2. αποτελεσματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-αλλάσσομαι].