δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
εὐφίλητος, -ον (Α)αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)].