εφαρμοστός

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐφάρμοστος, -ον)
αυτός που εφαρμόζει ακριβώς, που παρουσιάζει τέλεια εφαρμογή, ο ταιριαστός («εφαρμοστό φόρεμα»).
επίρρ...
εφαρμοστά
ταιριαστά, με τέλεια εφαρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].