εφαρμοστός
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἐφάρμοστος, -ον)
αυτός που εφαρμόζει ακριβώς, που παρουσιάζει τέλεια εφαρμογή, ο ταιριαστός («εφαρμοστό φόρεμα»).
επίρρ...
εφαρμοστά
ταιριαστά, με τέλεια εφαρμογή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].