εφτάρι

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source

Greek Monolingual

το εφτά
1. σύνολο επτά ομοειδών μονάδων
2. το αριθμητικό ψηφίο επτά (7)
3. χαρτί της τράπουλας που έχει επτά φορές το συμβολικό σημείο ενός από τα τέσσερα χρώματα: εφτάρι σπαθί-κούπα-καρό-μπαστούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. -αρι (πρβλ. εξάρι, πεντάρι)].