εφτάρι

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

το εφτά
1. σύνολο επτά ομοειδών μονάδων
2. το αριθμητικό ψηφίο επτά (7)
3. χαρτί της τράπουλας που έχει επτά φορές το συμβολικό σημείο ενός από τα τέσσερα χρώματα: εφτάρι σπαθί-κούπα-καρό-μπαστούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. -αρι (πρβλ. εξάρι, πεντάρι)].