εωσφορίτης

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό του αργιλίου, του μαγγανίου και του σιδήρου που κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eosphorite < eosphor- (πρβλ. ἑωσφόρος) + -ite (πρβλ. κατάλ. -ίτης)].