εύτροφος
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
Greek Monolingual
εὔτροφος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός, ο υγιεινός
μσν.
(για ποταμό) αυτός που χαρίζει ευφορία, ο γονιμοποιός
αρχ.
1. (για παιδιά) καλοθρεμμένος
2. (για νόσους) αυτός που επιτείνεται, που επεκτείνεται
3. (για δέντρα) ακμαίος, θαλερός, εύρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τροφος (< τρέφω)].