εύχρηστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔχρηστος, θηλ. και -ήστη, -ον)
αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, που είναι εύκολος στη χρήση, ο ευμεταχείριστος, ο ευκολομεταχείριστος, ο χρηστικός
μσν.
1. ικανός
2. χρήσιμος, ωφέλιμος
αρχ.
αυτός που είναι σε πολλή ή σε συνήθη χρήση, που δεν είναι άχρηστος, ο χρησιμοποιούμενος.
επίρρ...
εὐχρήστως (Α)
με εύχρηστο τρόπο, εύκολα, επιτήδεια, άνετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρηστός (< θ. χρησ- του χρώμαι), πρβλ. αόρ. ε-χρησ-άμην].