εἰσαυτίκα

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Russian (Dvoretsky)

εἰσαυτίκα: adv. тотчас же, немедленно Arph.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαυτίκα: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ αὐτίκα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 367· ἐν Θουκ. 5. 16, ἐς τὸ αὐτίκα.

Greek Monolingual

εἰσαυτίκα και εἰς αὐτίκα και εἰς τὸ αὐτίκα (Α)
την ίδια στιγμή.

German (Pape)

[Seite 741] = simplex, Ar. Par 367 u. A.