εἰσαυτίκα
From LSJ
Russian (Dvoretsky)
εἰσαυτίκα: adv. тотчас же, немедленно Arph.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσαυτίκα: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ αὐτίκα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 367· ἐν Θουκ. 5. 16, ἐς τὸ αὐτίκα.
Greek Monolingual
εἰσαυτίκα και εἰς αὐτίκα και εἰς τὸ αὐτίκα (Α)
την ίδια στιγμή.
German (Pape)
[Seite 741] = simplex, Ar. Par 367 u. A.