εἱμένος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
pf. part. Pass. of ἕννυμι and ἵημι.
Spanish (DGE)
v. ἕννυμι, ἵημι.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. de ἕννυμι;
part. pf. Pass. de ἵημι.
Russian (Dvoretsky)
εἱμένος: part. pf. pass. к ἕννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
εἱμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἕννυμι.
English (Autenrieth)
see ἕννυ^μι.
Greek Monotonic
εἱμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του ἕννυμι.