εἵμαρται
From LSJ
English (LSJ)
εἵμαρτο, εἱμαρμένος, Εἱμαρμένη, v. μείρομαι.
Spanish (DGE)
v. μείρομαι.
French (Bailly abrégé)
v. μείρομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἵμαρται: εἵμαρτο, εἱμαρμένος, ἴδε τὸ ῥῆμα μείρομαι.
English (Autenrieth)
see μείρομαι.
Greek Monolingual
εἵμαρται (Α)
είναι προορισμένο να συμβεί, είναι γραφτό της μοίρας.
Greek Monotonic
εἵμαρται: εἵμαρτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του μείρομαι· μτχ. εἱμαρμένος.
Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)
(see also: μείρομαι) it is appointed