εὐαγορέω

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾱγορέω Medium diacritics: εὐαγορέω Low diacritics: ευαγορέω Capitals: ΕΥΑΓΟΡΕΩ
Transliteration A: euagoréō Transliteration B: euagoreō Transliteration C: evagoreo Beta Code: eu)agore/w

English (LSJ)

εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.

German (Pape)

[Seite 1055] dor. für εὐηγορέω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ εὐηγορέω, εὐηγορία.

English (Slater)

εὐᾱγορέω praise formally ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)

Greek Monotonic

εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. αντί εὐηγ-.

Middle Liddell

εὐᾱγορέω, [doric for εὐηγορέω