εὐγράμματος
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ὁ, a good writer, Heph.Astr.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγράμματος: -ον, συγκείμενος ἐκ καλῶν γραμμάτων, εὔφημος, Σουΐδ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
εὐγράμματος, -ον (ΑΜ)
μσν.
γραμματισμένος, μορφωμένος
αρχ.
καλλιγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμματος (< γράμμα, -ατος), πρβλ. εγγράμματος, μονογράμματος].