εὐηκοΐα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A ready obedience, D.S.17.55.
II readiness to hear prayer, Eun.VSp.458 B., Procl.in Cra.p.72 P., Marin.Procl.1, 34(pl.).
German (Pape)
[Seite 1067] ἡ, das gute Gehör, der Gehorsam, D. Sic. 17, 55 u. a. Sp.; auch von den Göttern, das willige Erhören des Gebetes.
Russian (Dvoretsky)
εὐηκοΐα: ἡ послушание, повиновение Diod.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηκοΐα: ἡ, πρόθυμος ὑπακοή, Διόδ. 17. 55, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1, μέρος 1, σ. 92Α, κλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐηκοΐα) ευήκοος
νεοελλ.
καλή ακοή, καλή κατάσταση τών οργάνων της ακοής
αρχ.-μσν.
1. υπακοή («εἰς εὐηκοΐαν πνευματικὴν καὶ πειθὼ καὶ ὑπακοήν», Ευστ.)
2. η ευμενής ακρόαση τών ευχών από τους θεούς.