εὐκρατῶς

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκρᾰτῶς Medium diacritics: εὐκρατῶς Low diacritics: ευκρατώς Capitals: ΕΥΚΡΑΤΩΣ
Transliteration A: eukratō̂s Transliteration B: eukratōs Transliteration C: efkratos Beta Code: eu)kratw=s

English (LSJ)

Adv. (Adj. εὐκρατής is not found) firmly, fast, ἔχειν τι Arist.Pr.875a22; cf. δυσκρατής.

German (Pape)

[Seite 1076] ἔχει, Arist. probl. 3, 26, adv. von dem nicht vorkommenden εὐκρατής, festhaltend, se st.

Russian (Dvoretsky)

εὐκρᾰτῶς: крепко, прочно (ἔχειν τι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκρᾰτῶς: Ἐπίρρ., στερεῶς, ὅταν ξύλον μακρὸν ἢ μέγα μὴ εὐκρατῶς ἔχῃ τις, ὅταν δὲν κρατῇ αὐτὸ καλά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 26, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὐκρατής.

Greek Monolingual

εὐκρατῶς (Α)
επίρρ. στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κράτος «δύναμη» ή < αμάρτυρο ευκρατής].