εὐξυλοεργός

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐξῠλοεργός Medium diacritics: εὐξυλοεργός Low diacritics: ευξυλοεργός Capitals: ΕΥΞΥΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: euxyloergós Transliteration B: euxyloergos Transliteration C: efksyloergos Beta Code: eu)culoergo/s

English (LSJ)

εὐξυλοεργόν, skilled in carpentry, πελεκήτορες Man.4.324.

Greek (Liddell-Scott)

εὐξυλοεργός: -όν, καλὸς πρὸς τὴν ἐργασίαν τοῦ ξύλου, ὕλης πελεκήτορας εὐξυλοεργοὺς Μανέθων 4. 324.

Greek Monolingual

εὐξυλοεργός, -όν (Α)
ο επιτήδειος στην κατεργασία του ξύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο-εργός (< ξύλον + -εργός < έργον), πρβλ. αγαθοεργός].

German (Pape)

gut das Holz bearbeitend, πελεκήσωρ Man. 4.324.