ζίζυφο

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

και τζίτζυφο, το (AM ζίζυφον)
ο καρπός του δέντρου ζίζυφος, κν. τζιτζυφιά, γλυκός καρπός που έχει μέγεθος μικρής ελιάς με ξυλώδη πυρήνα και χρώμα ερυθροκίτρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
από την ελλ. λ. προέρχεται το γαλλ. jujube].