ζούρλα

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

και ζούρλια, η
1. παραφροσύνη, ανισορροπία, τρέλα
2. συμπεριφορά, πράξη παράλογη και ανόητη
3. φρ. (για πρόσ. πράγματα ή συμβάντα) «είναι ζούρλια» — είναι εξαιρετικά ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός, υποχωρητικός σχηματισμός].