ζούρλα
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
και ζούρλια, η
1. παραφροσύνη, ανισορροπία, τρέλα
2. συμπεριφορά, πράξη παράλογη και ανόητη
3. φρ. (για πρόσ. πράγματα ή συμβάντα) «είναι ζούρλια» — είναι εξαιρετικά ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός, υποχωρητικός σχηματισμός].