ζωαλκής

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωαλκής Medium diacritics: ζωαλκής Low diacritics: ζωαλκής Capitals: ΖΩΑΛΚΗΣ
Transliteration A: zōalkḗs Transliteration B: zōalkēs Transliteration C: zoalkis Beta Code: zwalkh/s

English (LSJ)

ζωαλκές, life-preserving, χείρ, of Παιάν, IG14.1015.

Greek Monolingual

ζωαλκής, -ές (Α)
επιγρ. (για τον Παιάνα) αυτός που προστατεύει τη ζωή κάποιου, θεραπευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -αλκής (< αλκή «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. αναλκής, υπεραλκής].