Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
Full diacritics: ζωαλκής | Medium diacritics: ζωαλκής | Low diacritics: ζωαλκής | Capitals: ΖΩΑΛΚΗΣ |
Transliteration A: zōalkḗs | Transliteration B: zōalkēs | Transliteration C: zoalkis | Beta Code: zwalkh/s |
ζωαλκές, life-preserving, χείρ, of Παιάν, IG14.1015.
ζωαλκής, -ές (Α)
επιγρ. (για τον Παιάνα) αυτός που προστατεύει τη ζωή κάποιου, θεραπευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -αλκής (< αλκή «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. αναλκής, υπεραλκής].