ζωαρκής
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ζωαρκές, life-supporting, αὐγή Milet.6.18 (ii A.D.), cf. Procl.H. 1.2, Nonn. D. 25.178; χρεία PLond.5.1729.17, al.(vi A.D.); τὰ ζ. the necessaries of life, Phot.
German (Pape)
[Seite 1142] ές, das Leben erhaltend, Nonn. D. 25, 178 u. öfter; ζωαρκῆ – τὰ πρὸς ζωὴν ἀρκοῦντα Phot. lex.
Greek (Liddell-Scott)
ζωαρκής: -ές, ὁ διατηρῶν τὴν ζωήν, Πρόκλ. Ὕ. 1. 2, Νόνν. Δ. 25, 178, Χρησμ. Σιβ. 8. 444· τὰ ζωαρκῆ, τὰ πρὸς ζωὴν ἀρκοῦντα, Φώτ.
Greek Monolingual
-ές (AM ζωαρκής, -ές)
1. επαρκής στη ζωή, αυτός που βοηθεί στη διατήρηση της ζωής, αυτός που αναφέρεται στη ζωάρκεια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζωαρκῆ
η ζωάρκεια, τα χρήσιμα ή απαραίτητα για τη συντήρηση της ζωής, τα επαρκή για τη ζωή
μσν.-αρχ.
αυτός που δίνει ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -αρκής (< αρκώ), πρβλ. επαρκής, ολιγαρκής].